-
1 ἐγκρύπτω
A hide or conceal in,δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνῃ Od.5.488
, cf. Sotad.Com.1.29; [ᾠὰ] ἐν δέρματι λαγωοῦ Arist.HA 619b15
;τι εἴς τι Ev.Matt.13.33
, Apollod.1.5.1 ([voice] Pass.), etc.3 [voice] Med., hide oneself,μελάθροις Nonn.D.32.285
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρύπτω
-
2 ἐγκρύπτω
ἐγ-κρύπτω, aor. ἐνέκρυψε: hide in, bury in, δᾶλὸν σποδιῇ Od. 5.488†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐγκρύπτω
См. также в других словарях:
σποδιά — και ιων. τ. σποδιή, ἡ, Α 1. σωρός στάχτης (α. «οὗ ἐκχεοῡσι τὴν σποδιάν», ΠΔ β. «δαλὸν σποδιῇ ἐνέκρυψε μελαίνη», Ομ. Οδ.) 2. στάχτη από την καύση νεκρού 3. σκουριά μετάλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κατάλ. ιά (πρβλ. στρατ ιά)] … Dictionary of Greek